κατακλησία

κατακλησία
Η έκτακτη σύνοδος της Εκκλησίας του Δήμου στην αρχαία Αθήνα, η οποία συνερχόταν επειγόντως για την επίλυση σημαντικών θεμάτων. Σε αυτή έπαιρναν μέρος οι κάτοικοι των δήμων όχι μόνο της πρωτεύουσας αλλά και της υπαίθρου, γι’ αυτό ονομαζόταν κατά τον Πολυδεύκη «σύγκλητος εκκλησία». Ο όρος σήμαινε επίσης την επίκληση των θεών και την ανάκληση ενός προσώπου από την εξορία. Η κ. ονομαζόταν και κατάκλησις.
* * *
κατακλησία, ἡ (Α) [κατάκλητος]
έκτακτη συνέλευση για κρίσιμα θέματα, στην οποία καλούσαν και όσους βρίσκονταν στην ύπαιθρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατακλησία — κατακλησίᾱ , κατακλησία fem nom/voc/acc dual κατακλησίᾱ , κατακλησία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακλησίας — κατακλησίᾱς , κατακλησία fem acc pl κατακλησίᾱς , κατακλησία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЭККЛЕСИЯ —    • Έκκλησία,          народное собрание, в греческих республиках настоящий центр верховной власти, в разных государствах состояло из различных элеметов и имело различные полномочия. Нам предстоит заняться преимущественно афинскою и спартанскою… …   Реальный словарь классических древностей

  • Экклесия — Пникс  трибуна оратора Экклесия (др. греч. ἐκκλησία)  в …   Википедия

  • κατάκλησις — κατάκλησις, ἡ (AM) [κατακαλώ] μσν. ομορφιά, γοητεία αρχ. 1. ονομαστική κλήση 2. η κατακλησία* 3. η επίκληση τών θεών 4. η ανάκληση, η ικεσία 5. η επωδή* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”